- αδρός
- -ή, -ό (Α ἁδρός, -ά, -όν και -ός, -όν)1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος2. παχύς, πυκνός3. ογκώδης4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιοςαρχ.1. βίαιος2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης3. (για αβγά) αυτό που είναι έτοιμο για εκκόλαψη4. ανθεκτικός, στερεός5. (ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἁδροίηγεμόνες, άρχοντες6. (ο πληθ. αρσ. στον συγκριτ. ως ουσ.) οἱ ἁδρότεροιοι δυνατότεροι7. (το ουδ. ως επίρρ.) ἁδρόνδυνατά, ηχηρά8. (συγκριτ. επιρρ.) ἁδροτέρωςπιο ελεύθερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα ἅδ- «άφθονα» (πρβλ. ἅδ-ην, ἁδ-ινὸς) + πρόσφυμα -ρό-ς.ΠΑΡ. αρχ. ἁδροτής, ἁδροσύνη, ἁδροῦμαι, ἁδρύνωνεοελλ.άδρα, αδράλα, αδρίζω, αδρότητα.ΣΥΝΘ. ἁδρομερής, ἁδρόμισθοςαρχ.ἁδρόσφαιροςμσν.ἁδράλεστος, ἁδρολαλίανεοελλ.αδροβύζα, αδρόβωλο, αδρογραμμένος, αδρομάλλης, αδρομύσταξ, αδρόπετσος, αδροπληρώνω, αδροπύρηνος, αδροσύντυχος, αδρότεχνος, αδρότοπος κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.